-
1 δρυπτω
(aor. ἔδρυψα - эп. δρύψα; поздн. aor. pass. ἐδρύφθην)1) отрывать, сдирать(βραχίονα ἀπὸ μυώνων Hom.)
2) раздирать, расцарапывать(κάρα Eur.)
; med. раздирать себе3) med. раздирать себе лицо ( в знак скорби) -
2 δρύπτω
δρύπτω (vgl. δρέπω), kratzen, zerkratzen; bei Homer vielleicht nur in compos., ἀμφιδραπτω, ἀποδρύπτω, περιδρύπτω, vgl. ἀμφίδρυφος u. ἀμφιδρυφής; Odyss. 2, 153 von Weissagerögeln δρυψαμένω δ' ὀναχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειράς, kann ἀμφιδρύπτω in tmes. sein; Odyss. 5, 426 ἔνϑα κ' ἀπὸ ῥινοὺς δρύφϑη u. Iliad. 16, 324 πρυμνὸν δὲ βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ' ἀπὸ μυώνων werden wohl entschieden besser zu ἀποδραπτω gerechnet. – Als Aeußerung der Trauer u. des Schmerzes δρύπτε κάρα Eur. El. 150; μάτηρ δραπτεται παρειάν Hec. 655; αἱ γυναῖκες ἀναβοήσασαι ἐδρύπτοντο Xen. Cyr. 3, 1, 13; βλέφαρον, auskratzen, Ap. Rh. 2, 109; Ἕκτορα πώλοις όστέα δρυπτόμενον, abgeschunden werden, Antp. Sid. 69 (VII, 2). Nach den Gramm. eigtl. vom Abschälen der Rinde von den Bäumen.
-
3 δρύπτω
δρύπτω, E.El. 150: [tense] fut. δρύψω ([etym.] κατα-) v.l.in AP5.42 (Rufin.): [tense] aor. ἔδρυψα, [dialect] Ep.Aδρύψα Il.16.324
:—[voice] Med., Hes.Sc. 243 (κατα-, tm.), E.Hec. 655 (lyr.): [tense] aor.δρυψάμενος Od.2.153
:—[voice] Pass., AP7.2 (Antip. Sid.): [tense] plpf.δέδρυπτο Q.S.14.391
:—tear, strip, l. c.:—[voice] Med., δρυψαμένω δ' ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειράς tearing each other's cheeks and necks all round, Od. l. c.: mostly in sign of mourning,δρύπτεν κάρα E.El. 150
(lyr.);ἑκάτερθε παρειάς A.R.3.672
; also δρύπτεσθαι παρειάν to tear one's cheek, E. Hec. 655; without παρειάν, X.Cyr.3.1.13.2 metaph.,τὴν δὲ χοῖρον αὐονὴ δρύπτει Herod.8.2
.—Poet., X. and later Prose, as Philostr. VA3.38.
См. также в других словарях:
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek